Λαογραφία Νεραϊδοχωρίου

Κεντρική | Site Map | English
Το Νεραϊδοχώρι | Η Ονομασία | Το Όνομα "Βετερνίκ" | Το Όνομα "Νεραϊδοχώρι"
Τοποθεσία | Γεωγραφικά Όρια | Πληθυσμός | Δασική Έκταση
Ου Τζιουτζιουφ'ς | Ου Δράκους | Τα τρία αδέρφια | Τα τέσσιρα αδέρφια | Ου Ήλιους | Ου Κόκουτας μι τα Φλουριά
Συβάσματα ή Αρραβωνιάσματα | Ο Γάμος | Γεωργικά | Η Ρόγα | Προγνωστικά | Προλήψεις
Μαρόσα - Νεράιδα | Φαράγγι Μάννας | Καρπούζα | Καλλικαντζάρια | Λάμιες | Μοναστήρη Τσιούκας | Αρκουδότρυπα Βετερνίκου
Άγιος Νικόλαος | Άγιος Δημήτριος | Άγιος Παντελεήμονας | Αγία Παρασκευή | Προφήτης Ηλίας | Εκκλησάκι της Παναγίας
Κάλαντα Χριστουγέννων | Κάλαντα Πρωτοχρονίας | Κάλαντα Φώτων | Κάλαντα Μεγάλης Παρασκευής | Κάλαντα του Λαζάρου
Photo Album | Νεραϊδοχωρίτες
Λίγα λόγια ... | Ο Συγγραφέας | Βιβλίο Επισκεπτών

Παραμύθια του Νεραϊδοχωρίου

Παραμύθια του Χωριού

Τα παραμύθια αποτελούν μεγάλο κομμάτι της λαογραφικής παράδοσης κάθε τόπου. Τα παραμύθια είναι γραμμένα στην τοπική διάλεκτο όπως ακριβώς τα έχουν αφηγηθεί κάτοικοι του χωριού. Τα κείμενα μπορεί στην αρχή να είναι δυσανάγνωστα λόγω της διαλέκτου αλλά δίνουν ένα τόνο μοναδικότητας και ευθυμίας στην κάθε ιστορία. Καλή σας ανάγνωση.

ΟΥ ΤΖΙΟΥΤΖΙΟΥΦ'Σ Μια φουρά κ'εναν κιρό ήταν ένας Βασιλιάς, ένας Δράκος κι ένας Τζιουτζιούφ'ς. Ου Βασιλιάς ήθιλι να ξικάν΄ ή του Δράκου ή του Τζιουτζιούφ'. Ου Τζιουτζιούφ'ς ήταν πουλύ έξυπνους κι πειραχτίριους. Μια μέρα κοιμάνταν ου Δράκος μι τη Δράκινα. Πάει ου Τζιουτζιούφ΄ς κι τραβάει την τσέργα [βιλέντζα].
- Δράκινα μι ξισκέπασις, λέει ου Δράκους.
- Ισί μι ξισκέπασις λέει η Δράκινα.
( συνεχίζεται ... )

ΟΥ ΔΡΑΚΟΥΣ Μιά φουρά κ'έναν κιρό ήταν ένας Δράκους. Ου Δράκους ζούσι στη Μαρώσα κι οταν οι τσιλιγκάδις άρμιγαν τα πρόβατα κι έπιρναν του γάλα, έρχουνταν ου Δράκους κι τούπινι. Αγανάκτ'σαν οι τσιλιγκάδις κι δεν ήξιραν τι να κάνουν.
Ενας χουριανός μικρουκαμουμένους μι τ'όνομα Σπανός, βρίσκ'τ'ς τσιλιγκάδις κι τ'ς λέει.
( συνεχίζεται ... )

ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ Μια φουρά κ'έναν κιρό ήταν δυό αδέρφια κι μια αδιρφή. Η αδιρφή σιγά-σιγά μιγάλουνι τρώγοντας ένα καρβέλ'τη μέρα, δυό καρβέλια τη μέρα, τρία καρβέλια, ένα φούρνου κ.λ.π.
Μαζώθ'καν τ'αδέρφια να σκιφτούν τι θα κάνουν.
( συνεχίζεται ... )

ΤΑ ΤΕΣΣΙΡΑ ΑΔΕΡΦΙΑ Μια φουρά κ'έναν κιρό ήταν τρία αδέρφια κι μια αδιρφή. Τα πιδιά πήγιναν κι δούλιβαν στου χουράφ'. Η μάνα τ'ς κάθουνταν στού σπίτ', τ'ς έφκιανι του φαί κι του πήγινι. Μιά μέρα δεν άδειασι να πάει του φαί κι γύρ'σαν νηστικά τα πιδιά του βράδ'.
- Βρέ μάνα,τι μας έκανις σήμιρα; δεν μας ίφιρις φαί;
( συνεχίζεται ... )

ΟΥ ΗΛΙΟΥΣ Μια φουρά κ'έναν κιρό ήταν τρείς αδιρφές. Οι δυό παντρέφ'καν. Η τρίτ' δε μπορούσι να παντριφτεί. Σκέφ'κει να πάει να βρεί τουν ήλιου να πεί του παράπουνουτ'ς. Στου δρόμου που πήγινι βρίσκ'μια κιρασιά.
- Κουρίτσι μ'πού πάς; Τη ρουτάει η κιρασιά.
- Πάου ικεί απ' ανατέλ'ου ήλιους.
- Τι να κάν'ς;
( συνεχίζεται ... )

ΟΥ ΚΟΚΟΥΤΑΣ ΜΙ ΤΑ ΦΛΟΥΡΙΑ Μιά φουρά κ'έναν κιρό ήταν ένας παππούς κι μιά γριά. Στου σπίτ'είχαν κ'έναν κόκουτα. Έφυγι ου κόκουτας, πήγι στην κουπριά κι σκάλ'ζι. Ικεί απ'σκάλ'ζι, βρίσκ'ένα φλουρί. Κ.κ.κ.κ...; βρήκα ένα φλουράκ', κ.κ.κ.κ... βρήκα ένα φλουράκ'.
Τουν ακούει ου Βασιλιάς κι τουν ρουτάει.
( συνεχίζεται ... )

ΟΥ ΤΖΙΟΥΤΖΙΟΥΦ'Σ

Μια φουρά κ'εναν κιρό ήταν ένας Βασιλιάς, ένας Δράκος κι ένας Τζιουτζιούφ'ς. Ου Βασιλιάς ήθιλι να ξικάν΄ ή του Δράκου ή του Τζιουτζιούφ'. Ου Τζιουτζιούφ'ς ήταν πουλύ έξυπνους κι πειραχτίριους. Μια μέρα κοιμάνταν ου Δράκος μι τη Δράκινα. Πάει ου Τζιουτζιούφ΄ς κι τραβάει την τσέργα [βιλέντζα].
- Δράκινα μι ξισκέπασις, λέει ου Δράκους.
- Ισί μι ξισκέπασις λέει η Δράκινα.
Σκιπάσ'καν πάλι. Αφου τ'ς πήρι ου ύπνους, πάει πάλι ου Τζιουτζιούφ'ς, τραβάει την τσέργα, την παίρ'κι πάει πέρα απ' του πουτάμ'. Ξυπνάει ού Δράκους μι τη Δράκινα, τηράν, π'θινά η τσέργα. Τότι κατάλαβαν. Ού Τζιουτζιούφ'ς μας πήρι την τσέργα είπαν.
Σ'κώνιτι ού Δράκους ψάχν΄, ού Τζιουτζιούφ'ς ήταν πέρα απ' του πουτάμ'.
- Αχ Τζιουτζιούφ΄τι μ'έχ'ς κάν', λέει ου Δράκους.
- Ακόμα,ακόμα τι έχ'ς να πάθ'ς κι δεν του ξέρ'ς, λέει ού Τζιουτζιούφ'ς.
Τη δεύτιρ'φουρά σ'κώνιτι ου Τζιουτζιούφ'ς κι πάει στου κατώι να παρ'τ'άλουγου τ'Δράκου. Μπαίν'απ'κάτ' στου παχνί, τραβάει του καπίστρ', χλιμιτρούσι τ'άλουγου κι τ'αφήν'. Ακούει ου Δράκους, πάει, τηράει, δε βλέπ' τίπουτα. Στου παχνί ου Τζιουτζιούφ'ς ζαρουμένους. Μιά, δυό, του λύν' τ'άλουγου, του παίρ' κι πάει πέρα απ'του πουτάμ' πάλι ου Τζιουτζιούφ'ς. Σ'κώνιτι του προυί ου Δράκους π'θινά τ'άλουγου.
- Αχ βρέ Δράκινα, τι έχουμι πάθ', πάει τ' άλουγου μας του πήρι ου Τζιουτζιούφ'ς.
Πάει στου πουτάμ', βλέπ' τ'άλουγου.
- Αχ βρέ Τζιουτζιούφ', τι μ΄έχ'ς κάν', μι πήρις την τσέργα, μι πήρις κι τ'άλουγου.
- Ακόμα, ακόμα τι έχ'ς να πάθ'ς κι δεν του ξέρ'ς λέι ου Τζιουτζιουφ'ς.
Μιά μέρα, ου Τζιουτζιούφ'ς πιρπατούσι στου δρόμου κι βρίσκ' έναν παπά.
- Καλημέρα ιβλουγημένι. -Καλημέρα λέει ου παπάς.
- Που νά πάου ίβλουγημένι;. Μ'έστειλι ου Βασιλιάς να φέρου του Δράκου ζουντανό. Πως να τουν φέρου; Ίμένα μι γνουρίζ' ου Δράκους.
- Θα σι που `ιγώ τι να κάν'ς τουν λέει ου παπάς. Ισύ είσι δυό π'θαμές άνθρουπους κι μιά π'θαμή τα γένια. Θα βρείς έναν,να είνι τρείς π'θαμές άνθρουπους κι δυό π'θαμές τα γένια. Θα τουν σκουτώις, θα πάρ΄ς του τουμάρ', θα του φουρέις ίσύ κι θα πάς στου λόγγου κι θα πιλικάς. Γκάπ-γκούπ, γκάπ-γκούπ, θ'άκούσ' ου Δράκους κι θά ρθεί ίκεί ΄κι άμα ρθεί ίκεί , θα σι ρουτήσ'.
- Τι κάν'ς αύτού ;
- Φκιάνου ένα σιντούκ' θα πείς, να βάλου του Τζιουτζιούφ'μέσα.
Θα σι βουηθήσ', θα φκιάσ'τι του σιντούκ', κι άφού του φκιάσ'τι, θα τ'πείς έμπα μέσα τώρα να ίδούμι, άν του σπάις ίσύ, θα του σπάσ'κι ου Τζιουτζιούφ'ς. Θα τουν κλειδώις καλά κι θα τουν πάρ΄ς να τουν πάς στου Βασιλιά.
- Α; Ίβλουγημένι ίσύ είσι τέτοιους άπ'θέλου. Μιά,δυό τουν έχ', πάρτουν κάτ'τουν παπά.
Τουν σφάζ', τουν γδέρν', παίρν' του τουμάρ', ντένιτι ου ίδιους παπάςκι πάει στου λόγγου. Παίρν' μια τσικούρα κι άρχίζ' να πιλικάει. Γκάπ-γκούπ,γκάπ-γκούπ,άκούει ου Δράκους κι πάει έκεί.
- Βρέ ίσύ είσι ου Τζιουτζιούφ'ς; λέει ου Δράκους.
- Όχ'δέν είμι ού Τζιουτζιούφ'ς. Ού Τζιουτζιούφ'ς είνι δυό π'θαμές άνθρουπους κι μιά π'θαμή τα γένια. Ίγώ είμι τρείς π'θαμές άνθρουπους κι δυό π'θαμές τα γένια.
- Τί φκιάν'ς ίδώ;
- Φκιάνου ένα σιντούκ'να βάλου του Τζιουτζιουφ'μέσα.
- Τί λές μωρέ; Τουν κιαρατά αύτόν που μ'έχ'καταστρέψ'.
Βουηθάει ου Δράκους κι φκιάνουν του σιντούκ'.
- Έμπα μέσα τώρα, λέει ου Τζιουτζιούφ'ς του Δράκου κι άν του σπάις ίσύ, θα του σπάσ'κι ου Τζιουτζιούφ'ς. Μπαίν'μέσα ου Δράκους, άλλά έπιρνι άέρα. Μια το 'χ',κουμάτια του σιντούκ'. Φκιάνουν άλλου σιντούκ'.
- Έμπα μέσα πάλι λέει στου Δράκου.
Μπαίν'μέσα ου Δράκους κι τουν κλειδών,καλά. Βαρεί ου Δράκους, βαρεί να σπάσ'του σιντούκ', δε μπορούσι.
- Άνοιξι λέει ου Δράκους δεν του σπάει ου Τζιουτζιούφ'ς.
- Καλά σ'έχου τώρα τουν λέει ου Τζιουτζιούφ'ς. Τουν ζάφτ' στουν ώμου κι τουν πάει στου Βασιλιά.
- Στουν ίφιρα λέει ου Τζιουτζιούφ'ς.
- Κι πώς θα τουν γνουρίσου; λέει ου Βασιλιάς.
- Ίγώ θ'άνέβου στου νταβάν'λέει ου Τζιουτζιούφ'ς κι άνοιξι μια τρύπα να τουν ίδείς.`Ανοίγ' μιά τρύπα μι την άρίδα ου Βασιλιάς, παίρν' άέρα ου Δράκους, μια το `χ'του σιντούκ', του σπάει, όξου ου Δράκους.
- Δεν θ'άφήσου κανέναν ζουντανό, ούτι Τζιουτζιούφ', ούτι Τζιουτζιούφινα.
- Ιγώ είμι στου νταβάν'λέει ου Τζιουτζιούφ'ς, τίπουτα δε μπορείς να μι κάν'ς.
- Κατέβα κάτ'τουν λέει ου Δράκους να γένουμι άδέρφια.
Ξιγιλάσκει ου Τζιουτζιούφ'ς, κατιβαίν'κάτ'. Τουν παίρν'ου Δράκους κι τουν πάει στη Δράκινα. Παίρν'μια τριχιά, τουν δεν'καλά κι λέει στη Δράκινα.
- Αύριου θα τουν πιάισ', θα τουν σφάξ'κι θα τουν μαγειρέψ'. Ιγώ θα πάου στην ίκκλησιά, θα φέρου κόσμου να τουν φιλέψουμι.
Του προυί, φεύγ' ου Δράκους κι πάει στην ίκκλησιά.
- Βρέ Δράκινα,λέει ου Τζιουτζιούφ'ς, ίσύ θα μι σφάξ'κι θα μι σφάξ', δε μι δίν'ς του μαχαίρ', να του τρουχίσου καλά να μη μι τυραγνήισ';.
Γιλιώτι η Δράκινα τουν λύν' κι τουν δίν'του μαχαίρ'. Τρουχάει καλά του μαχαίρ' ου Τζιουτζιούφ'ς, πχιάν'τη Δράκινα, τη σφάζ',τη βάζ' στου καζάν', τη μαγειρέβ', στρών'του τραπέζ' κι πιριμέν' τουν κόσμου να φάν'. Παίρν'κι του κιφάλ'τ'ς Δράκινα κι του σκιπάζ' στου κριβάτ' μι τη βιλέντζα.
`Ερχουντι οι καλισμέν'κι βλέπουν τη Δράκινα να κοιμάτι.
- Αφήστι την λέει ου Δράκους, μην τη ξυπνάτι, γιατί ποιός ξέρ' τι τυράγνια τράβηξι να τουν σφάξ'κι να τουν μαγειρέψ'.
Τρών'καλά οι καλισμέν' κι φεύγουν.
Σ΄κών'τη βιλέντζα ου Δράκους, τι να ιδεί. Βλέπ'του κιφάλ'τ'ς Δράκινα.
- Αχ Τζιουτζιούφ'τι μέχ'ς κάν'. Μι πήρις την τσέργα, μι πήρις τ'άλουγου, μι ξέκανις κι τη Δράκινα.
- Ακόμα,ακόμα τι έχ'ς να πάθ'ς κι δεν του ξέρ'ς, λέει ου Τζιουτζιούφ'ς.
Ετσ'γλύτουσι ου Τζιουτζιούφ'ς, έζησαν αυτοί καλά κ' ιμείς καλύτιρα.

Αφηγητής: Αριστείδης Δήμου, χρον.γεν.1915, τόπος γεν. Νεραίδοχώρι, χρον. αφηγ. Δεκέμβριος 1980, γραμ. γν. Δ`δημοτικού, τόπος κατοικίας, Νεραίδοχώρι.

ΟΥ ΔΡΑΚΟΥΣ

Μιά φουρά κ'έναν κιρό ήταν ένας Δράκους. Ου Δράκους ζούσι στη Μαρώσα κι όταν οι τσιλιγκάδις άρμιγαν τα πρόβατα κι έπιρναν του γάλα, έρχουνταν ου Δράκους κι τούπινι. Αγανάκτ'σαν οι τσιλιγκάδις κι δεν ήξιραν τι να κάνουν.
Ενας χουριανός μικρουκαμουμένους μι τ'όνομα Σπανός, βρίσκ'τ'ς τσιλιγκάδις κι τ'ς λέει.
- Μιά μέρα θα 'ρθού στου μαντρί να φάου γάλα.
- Πού να του βρείς του γάλα; του γάλα μας του τρώει ου Δράκους.
- Τι ώρα έρχιτι ου Δράκους στου μαντρί; Ρουτάει ου Σπανός.
- Κατά τ'ς δέκα η ώρα του προυί λέν' οι τσιλιγκάδις.
- Ταχιά θα 'ρθού κ' ιγώ στου μαντρί κι θ'αρμέξουμι τα πρόβατα μια ώρα μπρουστίτιρα.
Πάν' οι τσιλιγκάδις την άλλ' μέρα, αρμέν'τα πρόβατα μπρουστίτιρα, πίζουν του γάλα κι κατά τ'ς δέκα η ώρα φτάν' ου Δράκους. Βγαίν' ου Σπανός κι τουν λέει.
- Ε; Δράκι είμι κ' ιγώ ιδώ.
- Ποιός είσι ισύ;
- Ιγώ ποιός είμι; Ιγώ πιάνου την πέτρα, τη στίβου κι βγάν' νιρό.
- Για βγάνι λίγου; λέει ου Δράκους.
Ου Σπανός αντί να πιάσ' την πέτρα, πήρι ένα κουμάτ' τυρί πιγμένου, τόστιβι κι έβγανι νιρό. Πίστιψι ου Δράκους.
- Παίρουμι μια μέσ' να ιδούμι ποιός είνι δυνατότιρους;
- Παίρουμι λέει ου Σπανός.
Παίρουν μια μέσ',τουν σφίγγ' ου Δράκους, γκούρλουσι τα μάτια ου Σπανός.
- Γιατί τα κάν'ς τα μάτια έτσ'; Τουν λέει ου Δράκους.
- Κοιτάζου ποιό βουνό είνι ψιλότιρου να σι πιτάξου λέει ου Σπανός. Φουβήθ' κι ου Δράκους κι τουν αφήν'.
- Αφού είσι κ' ισύ δυνατός θα γένουμι αδέρφια. Γένουντι αδέρφια.
- Σπανέ, ιγώ είμι κι καλός κυνηγός λέει ου Δράκους.
- Κ' ιγώ είμι λέει ου Σπανός.
Ταχιά θα πάμι για κυνήγ', να βαρέσουμι γ'ρούνια. Ξικινάν την άλλ' μέρα να πάν' για γ'ρούνια.
-Ιγώ λέει ου Δράκους θα πάου να κυνηγήσου τα γ'ρούνια κ'ισύ θα κάτ'ς ιδώ καρτέρ' κι όταν πιράσουν τα γ'ρούνια να βαρέισ' όσα μπουρείς. Πάει ου Δράκους να κυνηγήσ' τα γ'ρούνια κι ου Σπανός απ' του φόβου τ' ανέφ'κι σ'έναν έλατου.
Αρχίζουν τα γ'ρούνια να πιρνάν' απ'του καρτέρ' κι ου Δράκους απού κουντά, μπάμ-μπούμ, μπάμ-μπούμ τα τ'φέκια, προυγκάν'τα γ'ρούνια, βαρεί κι ένα καμιά κατουστή ουκάδις κι πάει κι πέφτ' κουντά στου Σπανό. Του βλέπ'ου Σπανός, ρίχν'δυό τρία τ'φέκια στουν αέρα κι κατιβαίν'κάτ' απ'τουν έλατου. Σί λίγου έρχιτι ου Δράκους.
- Βάρισις κανένα; λέει του Σπανό.
- Βάρισα ένα λέει ου Σπανός.
- Γιατί δε βαρούσις κι άλλου κανένα;
- Βάρισα ένα μιγάλου, μας φτάν' αυτό.
- Τώρα τι θα του κάνουμι; λέει ου Δράκους.
- Θα του γδάρουμι κι θα του ψήσουμι λέει ου Σπανός.
- Ιγώ θα πάου για ξύλα λέει ου Δράκους κ'ισύ κάτσι να του γδάρ'ς.
- Κάτσι ισύ λέει ου Σπανός κι θα πάου ιγώ για ξύλα.
Κάθιτι ου Δράκους του γδέν' του βάν'στου σουφλί κι πιριμέν'.
Καρτιράει να ρθεί ου Σπανός, π'θινά ου Σπανός. Πάει, ψάχν'κι τουν βρίσκ'.
- Τί κάν'ς; Ακόμα να φέρ'ς τα ξύλα;
- Είπα να τα μάσου ούλα λέει ου Σπανός.
Είχι μάσ' τα ξύλα, αλλά δεν μπουρούσι να τα πάει στου Δράκου. Τ'αρπάζ' στουν ώμου τα ξύλα ου Δράκους, τα πάει στου γ'ρούν, ανάβ' φουτιά κι αρχίζ' του ψήσιμου.
Κάτσι τώρα γύρνα του λέει στου Σπανό κ'ιγώ θα πάου για νιρό.
- Κάτσι ισύ τουν λέει ου Σπανός.
Παίρ'ένα τουμάρ' ου Σπανός κι πήγι για νιρό.Πααίν'στη βρύσ',αφήν΄του τουμάρ'κι αρχίζ' να μαζέβ' κόζις απ'τα έλατα να φέρ' του νιρό απάν' στου γ'ρουν' βάζουντας τ'ς κόζις στή σειρά. Του ψέν'του γ'ρουν'ου Δράκους, πιριμέν', π'θινά ου Σπανός. Πααίν'ου Δράκους τουν βρίσκ'στη βρύσ'.
- Ακόμα τουν λέει να φέρ'ς του νιρό;
- Είνι λίγου στου τουμάρ' λέει ου Σπανός κ'είπα να του φέρου όλου απάν'.
Ου Σπανός όμους δεν μπορούσι να σ'κώσ'του τουμάρ'μι του νιρό. Παίρ'του τουμάρ' ου Δράκους κι παν' απάν' στου γ'ρουν'.
- Κόψτου τουν λέει ου Σπανός.
- Κόψτου μαναχός τουν λέει ου Δράκους.
Του κόβ'ου Σπανός κι αρπάζ' ένα κουμάτ' κανά-δυό ουκάδις κι του τρώει.
- Βρέ αδιρφέ,τι γίνιτι μι σένα; Δυό ουκάδις το `φαγις κι όλας;
- Εχου μιγάλ' δύναμ' ιγώ λέει ου Σπανός κι θα σ'αργάσου κι σένα.
- Πώς θα μ'αργάις;
- Αύριου κι όλας θα σ'αργάσου λέει του Δράκου.
Την άλλ'μέρα, μαζών μια τρακάδα ξύλα ου Σπανός, τα τσούζ' φουτιά κι τουν λέει.
- Αμπήδα τώρα. Αμπ'δάει μια φουρά, πιρνάει ου Δράκους, αμπ'δάει τη δεύτιρ', πιρνάει, αμπ'δάει την τρίτ', πέφτ'μέσα στη φουτιά ου Δράκους κι καίγιτι.
Αρχίζ'ου Σπανός τα τ'φέκια, μπάμ-μπούμ, μπάμ-μπούμ, έρχουντι οι τσιλιγκάδις τί να ιδούν. Ου Δράκους σκουτουμένους. Τότι τουν έδουσαν πρόβατα, γίδια, κι τουν έκαναν τσέλιγκα του Σπανό. Ετσ', γλύτουσαν απ'του Δράκου, έζησαν αυτοί καλά κ'εμείς καλύτιρα.

Αφηγητής: Αριστείδης Δήμου.

ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

Μια φουρά κ'έναν κιρό ήταν δυό αδέρφια κι μια αδιρφή. Η αδιρφή σιγά-σιγά μιγάλουνι τρώγοντας ένα καρβέλ' τη μέρα, δθό καρβέλια τη μέρα,τρία καρβέλια, ένα φούρνου κ.λ.π.
Μαζώθ'καν τ'αδέρφια να σκιφτούν τι θα κάνουν.
- Πάμι να φύγουμι είπαν, γιατί η αδιρφή μας είνι Λάμια κι θα φάει κ'ιμάς. Φεύγ'ου μικρότιρους αδιρφός κι πάει στου ιξουτιρικό. Ικεί που πάει, βρίσκ' τρία λιουντάρια κι τα κράτσι κουντά τ'. Αφού έκατσι κάμπουσουν κιρό, λέει στα λιουντάρια.
- Ιγώ θα φύγου κι θα πάου στου χουργιό να ιδού τι γίνιτι. Σας αφήνου μια στάμνα μι νιρό κι αν ιδήτι οτι θόλουσι του νιρό, θ'απουλ'θήτι κι θα 'ρθήτι κουντά μ' γιατί θα κινδυνεύου.
Σ'κώνιτι, παίρν' ένα άλουγου κι έρχιτι στου χουργιό. Κοιτάει στου χουργιό δε βρίσκ' κανέναν. Πααιν' στου σπίτ' κι βλέπ' μαναχά την αδιρφή τ'. Ουί αδιρφούλη μ', που είσι; Ιδώ τους έπιασι χουλέρα κι δεν απόμ'νι κανένας, ντίπ.
- Δεν'τ'άλουγου στου κατόι κι ανιβαίν' απάν' στου σπίτ'.
- Κάτσι'δώ τουν λέει η αδιρφή τ' κ'ιγώ θα πάου να φκιάσου πίττα να φάμι. Πάρι κι τουν ταμπουρά κι βάρει να πιράσ'η ώρα.
Η αδιρφή τ'αντί να πάει να φκιάσ' πιττα, πήγι στου κατώι κι έτρουγι τ'άλουγου.
Βγαίν'ένας πουντικός κι τουν λέει.
Τι κάθισι; Η αδιρφή σ' τρώει τ' άλουγου κ' ύστιρα θα φάει κι σένα.
- Τώρα τι να κάνου; Λέει στουν ποντικό.
- Αφ'σ'ιμένα ιδώ να βαρού τουν ταμπουρά μι την ουρά κ'ισύ φεύγα.
Αφήν' τουν πουντικό να βαρεί τουν ταμπουρά κι σ'κώνιτι κι φεύγει. Μόλις έφαγι τ'άλουγου η αδιρφή τ'έψαχνι να βρεί κι τον αδιρφό. Ιδώ-ικεί, ιδώ-ικεί, τουν κινηγούσι, βρίσκ' τρείς λεύκις ου αδιρφός κι ανιβαίν' απάν'.
Αρχίζ'η Λάμια τρώει τη μία τη λεύκα. Αμπ'δάει στην άλλ'ου αδιρφός. Μόλις έτρουγι κι τη δεύτιρ'λεύκα η Λάμια, θόλουσι του νιρό στη στάμνα, κ'ου αδιρφός κινδύνιβι. Σί μιά στιγμή καταφτάνουν τα λιουντάρια.
- Σκίστι την μωρέ, λέει ου αδιρφός στα λιουντάρια.
Τήν αρπάζουν κι την έκαναν κουμάτια. Ετσ' γλύτουσι ου αδιρφός κι του υπόλοιπου χουριό έζησι καλά κ' ίμείς καλύτιρα.

Αφηγητής: Αριστείδης Δήμου.

ΤΑ ΤΕΣΣΙΡΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

Μια φουρά κ'έναν κιρό ήταν τρία αδέρφια κι μια αδιρφή. Τα πιδιά πήγιναν κι δούλιβαν στου χουράφ'. Η μάνα τ'ς κάθουνταν στού σπίτ', τ'ς έφκιανι του φαί κι του πήγινι. Μιά μέρα δεν άδειασι να πάει του φαί κι γύρ'σαν νηστικά τα πιδιά του βράδ'.
- Βρέ μάνα, τι μας έκανις σήμιρα; δεν μας ίφιρις φαί;
- Δε σας ίφιρα πιδιά, δεν άδειασα, αλλά αύριου θα στείλου την άδιρφή σας να φέρ' φαί. Είπα να τη στείλου κι σήμιρα αλλά φλάθ'κα να μη χαθεί.
- Του προυί απ' θα φύγουμι ιμείς, θα βάλουμι άχυρου στου δρόμου, θα πάρ' τ'άχυρου - τ'άχυρου κι θα ρθεί να μας βρεί.
Την άλλ' τη μέρα μαγειρέβ' φασόλια η μάνα, τα βάν' στου κακάβ' κι τα παίρ' του κουρίτσ' να τα πάει στ' αδέρφια τ'ς.
Του προυί μόλις έριξαν τ'αδέρφια τ'άχυρου, βγαίν'μιά Λάμια, γυρνάει τ'άχυρου κι του πάει προς του σπίτι τ'ς.
Ξικινάει του κουρίτσ' παίρ' τ'άχυρου - τ'άχυρου κι αντί να πάει στ'αδέρφια τ'ς, πάει στου σπίτ' τ'ς Λάμιας. Βγαίν'η Λάμια, την παίρ' μέσα κι την κράτσι ικεί. Γύρ'σαν του βράδ' τα πιδιά πάλι νηστικά.
- Ε ρέ μάνα, τι μας έφκιασις; Νηστικοί πάλι σήμιρα;
- Ούι πιδιάμ' ιγώ έστειλα του κουρίτσ' να φέρ' φαί, αλλά θα του πήρι η Λάμια.
Σκέπτουντι τ'αδέρφια τι να κάνουν.
- Θα πάου ιγώ να την πάρου λέει ου μιγαλύτιρους.
Ξικινάει πααίν' στου σπίτ' τ'ς Λάμιας. Όξου απ' του σπίτ' ήταν τρείς βρύσις, μια ξύλιν', μια πέτριν', κι μια σιδηρένια. Ηταν ακόμα κι τρείς μηλιές.
Μόλις τουν είδι η αδιρφή τ'άρχισι κι έκλιγι.
- Τι κλαίς; τη ρουτάει η Λάμια.
- Ερχιτι ου αδιρφός μ'να μι πάρ'.
- Για κο'ιτα απού ποιά βρύσ' θα πχεί νιρό κι απού ποιά μηλιά θα πάρ' μήλου;
- Απ'τη ξύλιν' τη βρύσ' είπχι νιρό κι απού καταί πήρι μήλου.
- Καλά τουν έχου λέει η Λάμια.
- Καλημέρα, λέει ου αδιρφός.
- Καλημέρα, λέει η Λάμια.
Μπαίν'μέσα στου σπίτ'. Τι θέλ'ς; Τουν ρουτάει η Λάμια.
- Ηρθα να πάρου την αδιρφή μ'λέει αυτός.
-Θα τη βάλουμι στη μέσ' του σπιτιου κι όποιους προυλάβ' θα την πάρ'.
Μόλις έκανι να την πάρ' χάαπ τουν έχ' η Λάμια τουν κατάπιι. Πάει ου ένας αδιρφός. Καρτιράν να πάει στου σπίτ' ου αδιρφός, π'θινά ου αδιρφός.
- Θα πάου κ'ιγώ λέει ου δεύτιρους.
- Βρέ πιδάκι μ', λέει η μάνα, πήγι ου πρώτους κι δε γύρσι απ' ήταν παλικάρ', θα πάς κ'ισύ;
- Θα πάου μάνα.
Ξικινάει κι πααίν'στου σπίτ'τ'ς Λάμιας. Πριν προυλάβ' να παρ' την αδιρφή τ' χάαπ τουν έχ'η Λάμια, τουν έχαψι κι του δεύτιρου. Έμεινι ου μικρότιρους αδιρφός μι τ'όνομα Κουψίδας.
- Θα πάου κ'ιγώ μάνα λέει ου Κουψίδας.
- Βρέ πιδάκι μ',πήγαν τα παλικάρια κι δε γύρ'σαν,ισύ θα γυρίισ'τώρα;
Πρίν ξικινήσ' ου Κουψίδας, πααίν' σ'ένα γύφτου κι φκιάν' μιά ματσούκα καλή σιδηρένια.
Κινάει κι πααίν' στη Λάμια. Μόλις έφτασι τουν είδι η αδιρφή τ' κι έκλιγι.
- Τι κλαίς; Τη ρουτάει η Λάμια.
- `Ερχιτι ου μικρότιρους αδιρφός μ' ου Κουψίδας να μι πάρ'.
- Γιά κοίτα απού ποιά βρύσ' θα πχεί νιρό κι απού ποιά μηλιά θα πάρ' μήλου;
- Απ'τη σιδηρένια τη βρύσ' είπχι νιρό κι απού ψηλά πήρι μήλου.
- Ασχημα την έχουμι λέει η Λάμια.
- Καλημέρα, λέει ου Κουψίδας.
- Καλημέρα, λέει η Λάμια.
Μπαίν' μέσα ου Κουψίδας.
- Τι θέλ'ς; Τουν ρουτάει η Λάμια.
- `Ηρθα να πάρου την αδιρφή μ' λέει ου Κουψίδας.
- Θα τη βάλουμι στη μέσ' κι αν μπουρέις θα την πάρ'ς, λέει η Λάμια.
Τη βάζουν στη μέσ' του σπιτιού κι ου Κουψίδας αντί να πάρ' την αδιρφή τ', τραβάει μίνια μι τη ματσούκα στου ριζάφτ' τη Λάμια, πάρτην κάτ'.
- Βάρι ακόμα μίνια λέει η Λάμια.
- `Οχ' σι φτάν' κι αυτήν η μίνια λέει ου Κουψίδας.
Την ξικοιλιάζ', βγάν' τ'αδέρφια τ', παίρ'την αδιρφή τ' κι πήγαν στου σπίτ'.
`Εκαναν γλέντ',έζησαν αυτοί καλά κ'ιμείς καλύτιρα.

Αφηγητής: Αριστείδης Δήμου.

ΟΥ ΗΛΙΟΥΣ

Μια φουρά κ' έναν κιρό ήταν τρείς αδιρφές. Οι δυό παντρέφ'καν. Η τρίτ' δε μπορούσι να παντριφτεί. Σκέφ'κει να πάει να βρεί τουν ήλιου να πεί του παράπουνουτ'ς. Στου δρόμου που πήγινι βρίσκ'μια κιρασιά.
- Κουρίτσι μ'πού πάς; Τη ρουτάει η κιρασιά.
- Πάου ικεί απ' ανατέλ'ου ήλιους.
- Τι να κάν'ς;
- Έχου ένα μιγάλου παράπουνου κι πάου να του που στουν ήλιου.
- Τι παράπουνου έχ'ς; λέει η κιρασιά.
- Δε μπουρού να παντριφτού λέει του κουρίτσ'.
- `Εχου κ'ιγώ ένα παράπουνου λέει η κιρασιά. Κάθι χρόνου κάνου λουλούδια αλλά κιράσια δεν κάνου. Δε λες κι για μένα;
- Θα πού, λέει αυτή.
Φεύγ' απ' την κιρασιά κι πάει παρακάτ'. Βρίσκ'μια μηλιά.
- Πού πας κουριτσάκι μ'; Τη λέει η μηλιά.
- Πάου ικεί απ' ανατέλ' ου ήλιους, γιατί θέλου να που του παράπονου μ'στουν ήλιου.
- Τι παράπουνου έχ'ς; λέει η μηλιά.
- Δε μπουρού να παντριφτού, λέει αυτή.
- Δε λές κι για μένα του θ'κόμ'; λέει η μηλιά. Κάθι χρόνου κάνου λουλούδια αλλά μήλα δε μπουρού να κάνου.
- Θα του που, λέει του κουρίτσ'.
Φεύγ' κι πάει στουν ήλιου. Χτυπάει την πόρτα κι `βγαίν'η μάνα του ήλιου.
- Που είνι ου ήλιους; λέει του κουρίτσ'.
- Δεν είνι ιδώ, θα ρθεί σι λιγου λέει η μάνα. `Ελα όμους μέσα γιατί ου ήλιους είνι νηστικός κι θα σι φάει. Αλλά για να μη σι φάει, θα τουν δώσου να φάει λιγου κουρκούτ' πρώτα.
Του παίρν' του κουρίτσ'η μάνα, του βάν' σ'ένα σιντούκ'κι του κλιδών'.
`Ερχιτι ου ήλιους.
- Μάνα κι ξένους άνθρουπους μι μύρ'σι, λέει ου ήλιους. Βγάλτουν να τουν ιδού.
- Φάι πρώτα κ' ύστερα θα τουν βγάλου λέει η μάνα.
Τρώει καλά ου ήλιους κι βγάν' του κουρίτσ'η μάνα.
- Τι θέλ'ς κουρίτσι μ'; τη ρουτάει ου ήλιους.
- Ηλι μ',ιγώ, έχου ένα παράπουνου.
- Τι παράπουνου έχ'ς; Τη ρουτάει ου ήλιους.
-Δε μπουρού να παντριφτού, λέει του κουρίτσ'.
- Θα σι που γιατί δε μπορείς να παντριφτείς λέει ου ήλιους. Δεν μπουρείς να παντριφτείς γιατί κάθι προυί που βγαίν'ς απ' του σπιτ' τηράς ιμένα κι μι μουντζών'ς.
- Τι να κάνου τώρα;
- Ν'αλλάξ' τ'ς πόρτις κι να τ'ς βάν'ς κατ' την άλλ'τη μιριά κι τότι θα παντριφτείς, λέει ου ήλιους.
- Καλά θα τ'ς αλλάξου λέει του κουρίτσ'.`Εχου όμους ακόμα ένα παράπουνου.
- Τι παράπουνου είνι;
- Στου δρόμου απ' έρχουμαν, βρήκα μια κιρασιά κι μια μηλιά κι μ' είπαν ότι κάθι χρόνου κάνουν λουλούδια χουρίς να κάνουν καρπό.
- Αυτές δεν κάνουν καρπό λέει ου ήλιους γιατί στις ρίζις έχουν λιφτά. Θα πας να κάτ'ς στουν ήσκιου, θα πάρ'ς τα λιφτά κ'ύστιρα θα κάνουν καρπό.
Γυρίζ', πάει στην κιρασιά, κάθιτι στουν ήσκιου κι παιρν'τα λιφτά.
- Τι σ'είπι; λέει η κιρασιά.
-Αυτόν του χρόνου θα κάν'ς κιράσια.
Πααίν'παρακάτ', βρίσκ'τη μηλιά, κάθιτι στουν ήσκιου κι παίρν'τα λιφτά.
-Τι σ'είπι ου ήλιους; τη ρουτάει η μηλιά.
-Αυτόν του χρόνου θα κάν'ς μήλα.
Μαζών'τα λιφτά, πάει στου σπίτ' χάλασι τ'ς πόρτις, τ'ς γυρ'σι απ' την άλλ'τη μιριά, έζησι καλά κ'ιμείς καλύτιρα.


Αφηγήτρια: Κωνσταντίνα Μέκια, χρον. γεν. 1910, τόπος γέν. Καλόγηροι Τρικάλων, χρον. αφηγήσεως. Απρίλιος 1981, γραμ. γν. αγράμματη, τόπος κατοικίας: Λάρισα.

ΟΥ ΚΟΚΟΥΤΑΣ ΜΙ ΤΑ ΦΛΟΥΡΙΑ

Μιά φουρά κ'έναν κιρό ήταν ένας παππούς κι μιά γριά. Στου σπίτ' είχαν κ'έναν κόκουτα. Εφυγι ου κόκουτας, πήγι στην κουπριά κι σκάλ'ζι. Ικεί απ'σκάλ'ζι, βρίσκ' ένα φλουρί. Κ.κ.κ.κ.!; βρήκα ένα φλουράκ',κ.κ.κ.κ..βρήκα ένα φλουράκ'.
Τουν ακούει ου Βασιλιάς κι τουν ρουτάει.
- Δε μ'του δίν'ς ιμένα του φλουρί να παντριφτού κ'ύστιρα να στου δώσου πάλι;
Του δίν'του φλουρί ου κόκουτας στου Βασιλιά, παντρέβιτι κι όταν γύρ'σι απ'του ταξείδ'ου Βασιλιάς, δεν το 'δούσι του φλουρί στουν κόκουτα.
Βγαίν'ου κόκουτας στην κουπριά κι φώναζι. Κ.κ.κ.κ.!μι πήραν του φλουράκ', κ.κ.κ.κ.! μι πήραν του φλουράκ'.
Τουν ακούει ου Βασιλιάς.
- Μωρέ δεν τουν πιάνιτι, να τουν δέσουμι, να ψουφήσ'να ησυχάσουμι;
Τ'ακούει ου κόκουτας, φέγ', πααίν' στου πουτάμ'κι ρούφαγι νιρό. Ρούφα κόλι του νιρό, ρούφα κόλι του νιρό, ρούφ'σι πουλί νιρό. Πάει βρίσκ' ένα λύκου κι τουν ρουτάει.
- Γινόμαστι συντρόφ';
- Γινόμαστι, λέει ου λύκους.
Τουν παίρ'του λύκου κι τουν βάν' μέσ'τη κλοιά τ'. Πάει παρακάτ', βρίσκ'κι μια αλ'πού, γένουντι συντρόφ'κι τη βάν'κι αυτή στη κλοιά τ'. Σ'κώθ'κι, πάει στου σπίτ'κι πήγι πάλι στην κουπριά. Κ.κ.κ.! μι πήραν του φλουράκ', κ.κ.κ.κ.! μι πήραν του φλουράκ'.
Τουν ακούει πάλι ου Βασιλιάς.
-Δεν τουν παίριτι, να τουν βάλιτι μέσα στ''αλουγα να τουν κλουτσισουν να ψουφήσ';
Τουν παίρουν,τουν βάνουν μέσα στ'άλουγα, απουλάει του λύκου ου κόκουτας παν τ'άλουγα. Ματαβγήκι όξου. Τουν ακούει ου Βασιλιάς.
Μωρέ κάψτι του φούρνου κι βάλτι τουν μέσα να καεί λέει ου Βασιλιάς.
Τουν παίρουν τουν βάνουν στου φούρνου μι τη φουτιά. Απουλάει του νιρό ου κόκουτας, σβάει ου φούρνους. Βγήκι πάλι όξου. Κ.κ.κ.κ.! μι πήραν του φλουράκ', κ.κ.κ.κ.! μι πήραν του φλουράκ'.
Τουν ακούει ου Βασιλιάς.
- Μωρέ βάλ'τι τουν μέσα στ'ς κότις μήπους τουν τσιουμπήσουν κι ψουφήσ';
Τουν παίρουν τουν βάνουν μέσα στ'ς κότις. Απουλάει την αλ'πού ου κόκουτας, παν οι κότις, τ'ς έφαγι ούλις.
Βγήκι πάλι όξου.Κ.κ.κ.κ.!μι πήραν του φλουράκ',κ.κ.κ.κ.! μι πήραν του φλουράκ'.
-Μωρέ δεν τουν παίριτι λέει ου Βασιλιάς, να τουν βάλιτι στου δουμάτιου μι τα φλουριά να φάει όσα φλουριά θέλ', να ησυχάσουμι;
Τουν βάνουν μέσα στου δουμάτιου μι τα φλουριά. Έφαγι φλουριά ου κόκουτας, φούσκουσι καλά κι τον απόλ'σαν. Φέγ' κι πάει στου σπίτ'.
-Κριμάστι μι τώρα λέει στ'ς παππούδις κι βαρείτι μι να πέσουν τα φλουριά.
Τουν κρέμασαν κι τουν βαρούσαν. Μι του πρώτου, μι του δεύτιρου, μι του τρίτου βάριμα έπισαν όλα τα φλουριά. Τα πήραν οι παππούδις τάβαλαν στου σιντούκ' κ'έγιναν πλούσιοι.
Έτσ' έζησαν αυτοί καλά κ' ιμείς καλύτιρα.

Αφηγήτρια: Στυλιανή Αδάμου, χρον. γέν. 1908, τόπος γεν. Νεραιδοχώρι, χρον. αφήγ. Απρίλιος 1981, γραμ.γν. Αγράμματη, τόπος κατοικίας, Τρίκαλα.

Valid HTML 4.01 Transitional   About Us | Site Map | Privacy Policy | Contact Us | ©2008 Απόστολος Δήμου